- νομισματοκοπείο
- τοτο δημόσιο εργοστάσιο, όπου κόβονται τα νομίσματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νομισματοκοπείο — Ίδρυμα όπου κατασκευάζονται τα νομίσματα ή απευθείας από το κράτος ή για λογαριασμό του και υπό τον έλεγχό του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κοπή των νομισμάτων ήταν το χύσιμο και η σφυρηλάτηση. Το χύσιμο χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek
Афинский метрополитен — Эту страницу предлагается объединить с Аттико Метро. Пояснение причин и обсуждение на странице Википедия:К объединению/6 апреля 2012. Обсуждение длится одну неделю (или дольше, если оно ид … Википедия
Avenue Mesogeion — Mesogeion et Kifissias dans le quartier d Ambelokipi. L avenue Mesogeion (Λεωφόρος Μεσογείων « avenue de Mésogée », du nom de la plaine de Mésogée) est le nom d une importante avenue du nord est d Athènes. Sommaire … Wikipédia en Français
Список станций Афинского метрополитена — Это список станций Афинского метрополитена системы линий метрополитена в г. Афины (Греция). Содержание 1 Линии и станции Η.Σ.Α.Π. 1.1 Линия 1 … Википедия
Σίρμιον — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κάτω Παννονίας, στην αριστερή όχθη του Σαύου ποταμού, γνωστή και με το όνομα Σέρμιον. Ιδρύθηκε από τους Ταυρίσκους, στη διασταύρωση πολλών εμπορικών δρόμων. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, το Σ., εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
αργυροκοπείον — ἀργυροκοπεῑον, το (Α) [αργυροκόπος] το νομισματοκοπείο … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
διμεταλλισμός — Νομισματικό σύστημα με βάση δύο διαφορετικά μέταλλα (τον χρυσό και τον άργυρο), που συνδέονται μεταξύ τους με μια αντιστοιχία αξίας η οποία καθορίζεται από τον νόμο. Για να υπάρχει όμως δ. δεν είναι αρκετή η κυκλοφορία νομισμάτων που… … Dictionary of Greek
κάιζερ — (Keyser). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών καλλιτεχνών του 16oυ και του 17oυ αι. 1. Βίλεμ (Willem, Άμστερνταμ 1603 – Λονδίνο 1674). Αρχιτέκτονας και γλύπτης. Εργάστηκε μαζί με τον I. Βαν Κάμπεν για την οικοδόμηση του δημαρχείου του Άμστερνταμ.… … Dictionary of Greek
κερματολογιστής — κερματολογιστής, ὁ (Μ) αυτός που κρατούσε τον λογαριασμό τών κερμάτων στο νομισματοκοπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, τος + λογιστής] … Dictionary of Greek